- φαρμακόγλωσσα
- η, Νβλ. φαρμακόγλωσσος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
τσόκαρο — το, Ν 1. πέδιλο με ξύλινη σόλα 2. μτφ. (για γυναίκα) φαρμακόγλωσσα, κουτσομπόλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. zoccolo, υποκορ. τού zocco] … Dictionary of Greek
φαρμάκι — το / φαρμάκιν, ΝΜ και φαρμάκιον Α [φάρμακο(ν)] δηλητήριο νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) καθετί το οποίο είναι πολύ πικρό («τί πικρός καφές, σκέτο φαρμάκι») 2. μτφ. α) εξαιρετικά δυσάρεστο ή δηκτικό πράγμα (α. «τα λόγια του είναι φαρμάκι» β. «το στόμα… … Dictionary of Greek
φαρμακόγλωσσος — ο, θηλ. φαρμακόγλωσσα, Ν αυτός που το στόμα του στάζει φαρμάκι, ιδιαίτερα πικρόχολος ή κακεντρεχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμάκι + γλώσσα] … Dictionary of Greek